- ἤκιστος
- ἤκιστοςthe gentlestmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἥκιστος — least masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… … Dictionary of Greek
ἤκιστον — ἤκιστος the gentlest masc acc sg ἤκιστος the gentlest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥκιστον — ἥκιστος least masc acc sg ἥκιστος least neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡκίστη — ἥκιστος least fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡκίστους — ἥκιστος least masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡκίστῳ — ἥκιστος least masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤκιστα — ἤκιστος the gentlest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥκιστα — ἥκιστος least neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥκιστοι — ἥκιστος least masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)